Ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα επί των ημερών του διαθέτει το «καλύτερο σύστημα υγείας στην Ευρώπη». Η καθημερινή εμπειρία όμως των πολιτών διαψεύδει τους ισχυρισμούς αυτούς. Στα δημόσια νοσοκομεία, οι αναμονές για ραντεβού με ειδικούς εκτείνονται για μήνες, οι ουρές είναι μεγάλες και η γραφειοκρατία δυσχερής. Ο πολίτης που δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει ιδιωτικά αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια στην πρόσβαση σε βασική περίθαλψη.
Η πρόσφατη δυνατότητα των απογευματινών χειρουργείων να παρέχονται δωρεάν για τους πολίτες αποτελεί χρηματοδοτούμενο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την αποσυμφόρηση των λιστών αναμονής. Πρόκειται όμως για προσωρινή παρέμβαση, που δεν εξασφαλίζει μόνιμη βελτίωση στην πρόσβαση. Πριν από την εφαρμογή του προγράμματος, τα απογευματινά χειρουργεία ήταν επί πληρωμή, ενώ τώρα η δωρεάν πρόσβαση εξαρτάται από την τήρηση συγκεκριμένων κριτηρίων και τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης.
Την ίδια ώρα, τα κενά σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό παραμένουν εκρηκτικά, με χιλιάδες θέσεις να μένουν ακάλυπτες και γιατρούς να αναγκάζονται να δουλεύουν εξαντλητικά ωράρια. Τα Τμήματα Επειγόντων συχνά λειτουργούν στα όρια, με αποτέλεσμα οι πολίτες να περιμένουν ώρες μέχρι να εξεταστούν. Ακόμα και βασικές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας είναι υποστελεχωμένες, αναγκάζοντας τους ασθενείς να καταφεύγουν στα νοσοκομεία για προβλήματα που θα έπρεπε να λύνονται σε επίπεδο γειτονιάς.
Η δημόσια υγεία όμως δεν μπορεί να είναι προνόμιο λίγων. Είναι αναφαίρετο καθολικό δικαίωμα. Μέχρι να διασφαλιστεί η άμεση και ίση πρόσβαση για όλους, οι διακηρύξεις του υπουργού περί «καλύτερου συστήματος» παραμένουν κενές περιεχομένου. Η πραγματική αξιολόγηση ενός συστήματος υγείας γίνεται με την καθημερινή εμπειρία των πολιτών, όχι με διακηρύξεις ή προσωρινές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Η υπερηφάνεια για το σύστημα δεν αρκεί. Οι πολίτες χρειάζονται πράξεις που να εξασφαλίζουν ίση και γρήγορη φροντίδα για όλους, χωρίς οικονομικά εμπόδια.
Γράφει ο Σταύρος Στραβόλαιμος
